30 Αυγούστου 1949. Με τη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων στην μάχη του Γράμμου κλείνει οριστικά η πιο μαύρη σελίδα της σύγχρονης ιστορίας μας, ο εμφύλιος, αδελφοκτόνος πόλεμος. Μετά το τέλος του, αρκετοί αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού» έφυγαν προς Αλβανία και από εκεί σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ κάποιοι άλλοι παραδόθηκαν. Απέμειναν κάπου 30 αντάρτες στα βουνά της Κρήτης. Από αυτούς άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι έφυγαν στο εξωτερικό, μερικοί συνελήφθησαν και για δύο τρεις κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν.
22 Φεβρουαρίου 1975. Ο Γιάννης Θεοδωράκης, αδελφός του Μίκη, ενημερώνει τον εισαγγελέα Εφετών, που δεν είχε λάβει γνώση της δημοσίευσης του διατάγματος αμνήστευσης δύο ανταρτών που τα ίχνη τους είχαν χαθεί. Έχοντας την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στα χέρια του ο εισαγγελέας δίνει σήμα προς την χωροφυλακή, με το οποίο γίνονταν γνωστό, ότι έπαυε η καταδίωξη και η επικήρυξη των δύο φυγόδικων 26 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου.
23 Φεβρουαρίου 1975. 15 χιλιόμετρα έξω από τα Χανιά, στον δρόμο που οδηγεί στον Θέρισσο, ο Γιώργος Τζομπανάκης και ο Σπύρος Μπλαζάκης, οι τελευταίοι αντάρτες που γνώρισε οι Ελλάδα, 10.20 το πρωί, έπεφταν στις αγκαλιές, συγγενών, φίλων και συντρόφων, πλέον νόμιμοι και περήφανοι. Παρά τις τρεις ευκαιρίες που τους είχαν δοθεί όλα αυτά τα χρόνια ακόμη και με μία προφορική τους μετάνοια να απαρνηθούν τις πολιτικές τους αρχές τους αυτοί αρνήθηκαν και προτίμησαν να ζουν σαν τα αγρίμια στις σπηλίες. Και όσο οι χωροφύλακες δεν μπορούσαν να τους συλλάβουν τόσο στοιβάζονταν το κατηγορητήριο εναντίον τους. Ένα κατηγοριτήριο που πλέον συμπεριελάμβανε και φόνο και αντικυβερνητικές ενέργειες. «Ξέρουμε ότι όλα τα αδικήματα της περιοχής τα ‘χουν φορτώσει στο κεφάλι μας», δήλωναν οι δύο, στον Βρετανό δημοσιογράφο Ντ. Τονγκ, το 1972 σε αποκλειστική συνέντευξη που έκανε το γύρο του κόσμου. Αν και επικηρυγμένοι για 150.000 δραχμές, σημαντικό ποσό για την μετεμφυλιακή Ελλάδα, αν και πολλοί γνώριζαν το που βρίσκονται, κανείς Κρητικός δεν πρόδωσε. Τώρα που η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε δώσει την οριστική αμνηστία όλα αυτά άνηκαν στο παρελθόν.
Ανάμεσα στους πρώτους που τους υποδέχτηκαν και η κυρά Μάρκαρη, αδελφή του πατέρα του Τζομπανάκη, ηλικίας 102 που βγήκε στο δρόμο του χωριού κλαίγοντας. Και στους δύο ήρθαν μνήμες από το 1963, τότε που ο πατέρας του Τζομπανάκη, καθώς προαισθάνονταν ότι πλησιάζει το τέλος του ζήτησε να δει τον γιο του. Αυτό πληροφορήθηκαν και οι διώκτες του και περικύκλωσαν το σπίτι, στήνοντας καρτέρι. Όμως ο Τζομπανάκης, πλησιάζοντας το σπίτι, αντελήφθη τι συνέβαινε και έσπευσε να εξαφανισθεί. Την ημέρα της «απελευθέρωσης» του φθάνοντας στο χωριό του, έσπευσε να δει το γκρεμισμένο και καμένο σπίτι του ενώ λίγο νωρίτερα είχε σταματήσει στο νεκροταφείο του χωριού.
Στα χωριά τους, στο Γαβαλοχώρι και το Κόκκινο Χωριό, στήνεται ένα μικρό γλέντι, το ριζίτικο που τους υποδέχονται δεν είναι άλλο από το «αγρίμια και αγριμάκια μου, λάφια μου μαραμένα, πέστε μου που είναι οι τόποι σας». Ανάμεσα στους δημοσιογράφους που είχαν έλθει στα Χανιά για να γίνουν μάρτυρες της ιστορικής στιγμής (σ.σ. είχαν ενημερωθεί για την διαδικασία από την τοπική οργάνωση του ΚΚΕ) ήταν και ξένοι ανταποκριτές. Ο Γιάννης Θεοδωράκης έγραφε στον Ριζοσπάστη της επόμενης ημέρας: «Μάτια βουρκωμένα. Χέρια, στόματα, νύχια γαντζώνονται στους “αετούς”, άλλοτε παθιασμένα και άλλοτε τρυφερά. Και το τραγούδι, τραγούδι. Σπαραγμός και λεβεντιά. Ο Ντέιβιντ Τοντ από τον Ομπσέρβερ ψιθυρίζει: απίστευτο, απίστευτο. Ο Λέις Πέρσον από το Αρμπέτετ. Μα στα αλήθεια συμβαίνουν όλα αυτά; αναρωτιέται. Ο Μπρέιβικ των Τάιμς της Νέας Υόρκης, με μία κούπα κρασί που κάποιος του ‘βάλε στο χέρι, επιμένει για λίγη σιωπή, για λίγη ησυχία, θέλει κάτι να πει. “Ευχαριστώ“, φωνάζει, τρέμοντας σχεδόν από την συγκίνηση. “Ευχαριστώ που μου δώσατε να καταλάβω εδώ τι θα πει λεβεντιά και τι σημαίνει για την Κρήτη η ελευθερία“».
Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσαν λίγες ώρες μετά την κάθοδο τους μίλησαν για όλα. Για την υπερηφάνεια «γιατί κατορθώσαμε να γίνουμε ελεύθεροι πολίτες χωρίς να σκύψουμε το κεφάλι. Χωρίς να υποκύψουμε σε συμβιβασμούς, που θα ήταν βάρος για όλη την υπόλοιπη ζωή μας». Για το πως περνούσαν τις μέρες τους: «Ήταν ημέρες που περνούσαμε καλά. Καθόμαστε στην ψηλότερη κορυφή, το Όρνιο, ύψους 2.500 μέτρων, και αγναντεύαμε την θάλασσα και όταν ήταν καθαρός ο καιρός την Πελοπόννησο, την Αττική, τα Δωδεκάνησα. Διαβάζαμε κι’ όλας ότι μας έπεφτε στα χέρια. Βιβλία, εφημερίδες και ότι άλλο. Από το 1960 είχαμε και ραδιόφωνο… Για τις δύσκολες στιγμές δεν είναι δυνατόν να αφηγηθούμε καμία. Η μία ώρα ήταν πιο δύσκολη από την άλλη. Έτσι και αρχίσουμε να μιλάμε, δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Μονάχα τον πρώτο καιρό της δικτατορίας, όταν το κυνηγητό ήταν πιο σκληρό, μπορούμε να πούμε ότι δυσκολευτήκαμε κάπως περισσότερο. Περάσαμε τότε ημέρες χωρίς να δούμε φως κλεισμένοι σε σπηλιές. Όμως αυτές τις δύσκολες ώρες είχαμε την υποστήριξη όλων των ανθρώπων, όχι μόνο των αριστερών αλλά και των δεξιών. Μη φανταστεί κανείς ότι αν δεν είχαμε αυτή την υποστήριξη θα επιζούσαμε».
Σε ότι αφορά την σίτιση τους, το κυνήγι ήταν απαγορευτικό, «υπήρχε ο κίνδυνος να μας ακούσουν και τότε μπορούσε να φτάσει και ο έκτος στόλος. Άλλοτε είχαμε τροφή, άλλοτε μέναμε νηστικοί για ημέρες. Πηγαίναμε σε σπίτια φίλων και δεν ξέραμε αν θα τους βρούμε εκεί ή αν ήταν εξορία ή νεκροί».
Πολλά υπέστησαν όσοι από τους κατοίκους των χωριών έδιναν βοήθεια στους δύο αντάρτες. Διωγμούς, φυλακίσεις, ψυχολογική πίεση. Ανάμεσα σε αυτούς η Κατίνα Βογιατζάκη και η Αργυρώ Αναστασάκη. Και οι δύο πρώτες ξαδέρφες του Τζομπανάκη, σε προχωρημένη ηλικία , έμειναν περίπου ένα χρόνο φυλακή, γιατί βοήθησαν με διάφορους τρόπους τους αντάρτες.
Ένας συγχωριανός του Τζομπανάκη θα αφηγηθεί στον απεσταλμένο της εφημερίδας «Τα Νέα», Γιώργο Καραλή, ότι είχαν για συνθηματικό τους ένα βήξιμο: «Είκοσι χρόνια του φύλαγα, είχαμε για σύνθημα ένα βήξιμο. Έμπαιναν στο σπίτι μου βράδυ, μιά δυό φορές την εβδομάδα, για να πάρουν τρόφιμα. Αυτό βάστηξε 20 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που το 1972, αρρώστησα και δεν μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά».
Οι ξένοι δημοσιογράφοι αναρωτιούνται τι έχουν μέσα στους σάκους που κουβαλούσαν κατεβαίνοντας. Ήταν όλο τους το βιός μαζί, με τις μαγκούρες τους και τα κιάλια, λάφυρο του Γιώργου από τους ναζί, το 1942. Μέσα από τους σάκους ο Γιώργος βγάζει μερικά χόρτα και βότανα του βουνού, ένα αδιάβροχο, ένα φακό, μία μηχανή για κούρεμα, μια ξυριστική λεπίδα και ένα κουτί με κρέμα. «Μην κοροϊδέψετε» είπε «το δέρμα μου είναι πολύ λεπτό».
Το πρώτο βράδυ τους στον πολιτισμό το πέρασαν στο ξενοδοχείο Κύδων στα Χανιά. Με τον πολιτισμό δεν κατάφεραν να εξοικειωθούν άμεσα. Την άλλη ημέρα στο αεροπλάνο που τους μετέφερε στην Αθήνα ο Γιώργος παραδέχθηκε ότι δεν μπόρεσε να κοιμηθεί από τα καζανάκια που ακούγονταν. Στην Αθήνα, η πρώτη του κίνηση ήταν να επισκεφθούν το Πολυτεχνείο και να αφήσουν λίγα λουλούδια στο μνημείο των πεσόντων και στην συνέχεια έφυγαν για την τότε Σοβιετική Ένωση από την ηγεσία της οποίας ήταν επίσημοι προσκεκλημένοι.
Η ζωή τους τα επόμενα χρόνια κύλησε ήρεμα με τον Σπύρο Μπλαζάκη να παντρεύεται να ζει στη Νέα Σμύρνη ενώ ο Γιώργος Τζομπανάκης παντρεύτηκε και αυτός αλλά δεν έφυγε από την Κρήτη. Παρά την απόσταση δεν έχασαν την επαφή τους και την φιλία τους. Έφυγαν από την ζωή με απόσταση ενός μήνα στα τέλη του 1996.
Κωστής Χριστοδούλου- news247.gr
Δείτε την εκπομπή, αφιέρωμα, στον Σπύρο Μπλαζάκη και τον Γιώργη Τσομπανάκη από τον Φρέντυ Γερμανό